- φέλπα
- η, Νβαμβακερό, συνήθως, ύφασμα με βραχύ πέλος σε απομίμηση τού βελούδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. felpa «ύφασμα χνουδωτό στη μία πλευρά του»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φέλπα — η (λ. ιταλ.), είδος βελούδου κατώτερης ποιότητας από μπαμπακερό ή μάλλινο ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελπένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φέλπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
φελπεδένιος — ια, ιο, Ν φελπένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέλπα, κατ επίδραση τού βελουδένιος] … Dictionary of Greek
φελπένιος, -ια, -ιο — και φελπεδένιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από φέλπα (βλ. λ.): Φελπένια φούστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)